- διασυνίστημι
- διασυνίστημι και διασυνιστάνω (Α)1. αναπτύσσω κάποιο θέμα με σαφήνεια2. παρουσιάζω, συνιστώ κάποιον3. ορίζω κάποιον ως διάδοχο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek
διασυνιστάνω — (Α) βλ. διασυνίστημι … Dictionary of Greek
προδιασυνίστημι — Α αναπτύσσω με σαφήνεια, αφηγούμαι κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διασυνίστημι «αναπτύσσω κάποιο θέμα με σαφήνεια»] … Dictionary of Greek